- Recht
- Recht[rɛçt]<-(e)s, -e> nt1. (JUR: Gerechtigkeit) δικαιοσύνη f,• sprechen απονέμω δικαιοσύνη2. sg (JUR: Gesetz, Rechtsordnung) δίκαιο nt,• nach geltendem σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο,• im sein το δίκαιο είναι με το μερος μον,• das Gericht hat für erkannt, dass … το δικαστήριο έκρινε ότι …,• das war auf ihrer Seite είχε το δίκαιο με το μέρος της,• des Erfüllungsortes δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης, lex loci solutionis,• des Gerichtsortes δίκαιο του δικάζοντος δικαστή, lex fori,• des Ortes der unerlaubten Handlung δίκαιο του τόπου της αδικοπραξίας,• der belegenen Sache δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος,• das des Stärkeren νόμος του ισχυροτέρου,• des Vertragsortes δίκαιο του τόπου της σύμβασης,• abgeleitetes παράγωγο δίκαιο,• ausländisches αλλοδαπό δίκαιο,• bürgerliches/kirchliches/kanonisches/öffentliches αστικό/εκκλησιαστικό/κανονικό/δημόσιο δίκαιο,• dispositives ενδοτικό δίκαιο,• formelles/materielles τυπικό/ουσιαστικό δίκαιο,• geltendes ισχύον δίκαιο,• objektives αντικειμενικό δίκαιο,• positives θετικό δίκαιο,• zwingendes αναγκαστικό δίκαιο,• das beugen παραβιάζω το δίκαιο,• gegen und Gesetz verstoßen παραβιάζω το νόμο,• nach deutschem σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο,• mit [o zu] δικαίως, δίκαια,• von s wegen αυτοδικαίως, αυτοδίκαια, ipso jure,• Doktor der e διδάκτορας νομικής,• Doktor beider e διδάκτορας αμφοτέρων των δικαίων3. (JUR: Befugnis, Berechtigung, Anspruch) δικαίωμα nt,• ein auf etw akk haben έχω δικαίωμα για κάτι,• mit welchem behaupten Sie das? με ποιο δικαίωμα το ισχυρίζεστε αυτό;,• das ist unserer gutes ! αυτό το δικαιούμαστε!,• was gibt Ihnen das , …? τι σας δίνει το δικαίωμα …?,• woher nimmst du das , das zu sagen? ποιος σου δίνει το δικαίωμα να το λες αυτό?,• zu etw dat kein haben δεν έχω δικαίωμα να κάνω κάτι,• es ist mein gutes , zu erfahren … είναι δικαίωμά μου να μάθω …,• gleiches für alle! ίσα δικαιώματα για όλους!,• akzessorisches παρακολουθηματικό παρεπόμενο δικαίωμα,• alleiniges/veräußerliches αποκλειστικό/απαλλοτριωτό δικαίωμα,• auf Ablehnung eines Richters δικαίωμα εξαίρεσης δικαστή,• das auf Verweigerung der Aussage το δικαίωμα άρνησης μαρτυρίας,• das auf Arbeit δικαίωμα εργασίας,• auf Entnahme (FIN) δικαίωμα απόληψης,• auf [rechtliches] Gehör δικαίωμα [έννομης] ακρόασης,• auf ungestörte Nutzung δικαίωμα της απρόσκοπτης απολαύσεως της ιδιοκτησίας,• e und Pflichten δικαιώματα και υποχρεώσεις,• auf Prüfung der Bücher (FIN) δικαίωμα ελέγχου των βιβλίων,• dingliches εμπράγματο δικαίωμα,• grundstücksgleiches εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,• subjektives υποκειμενικό δικαίωμα,• wohl erworbenes κεκτημένο δικαίωμα,• ein ausüben/verlieren ασκώ/χάνω δικαίωμα,• ein begründen/genießen θεμελιώνω/απολαμβάνω δικαίωμα,• jds e beeinträchtigen προξενώ βλάβη στα δικαιώματα κάποιου,• jds e verletzen παραβιάζω τα δικαιώματα κάποιου,• seine e geltend machen ασκεί τα δικαιώματά του,• auf sein pochen [o bestehen] εμμένει στα δικαιώματά του,• auf ein verzichten παραιτούμαι από δικαίωμα,• alle e vorbehalten με την επιφύλαξη όλων των (νομίμων) δικαιωμάτων,• gleiche e, gleiche Pflichten (spr) ίσα δικαιώματα, ίσες υποχρεώσεις4. (Phrasen):• er will immer behalten θέλει πάντα να έχει δίκιο,• bekommen βρίσκω το δίκιο μου,• sie hat bekommen δικαιώθηκε,• jdm geben δίνω δίκιο σε κάποιον,• haben έχω δίκιο
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.